εξηγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξηγώ < αρχαία ελληνική ἐξηγέομαι-ἐξηγοῦμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksiˈɣo/

Ρήμα

εξηγώ, πρτ.: εξηγούσα, στ.μέλλ.: θα εξηγήσω, αόρ.: εξήγησα, παθ.φωνή: εξηγούμαι, μτχ.π.π.: εξηγημένος

  1. κάνω κάτι κατανοητό (σε κάποιον)
    πώς αλλιώς να σου το εξηγήσω; δεν είναι σωστό αυτό που λες
  2. ερμηνεύω, αιτιολογώ
    δεν μπορώ να εξηγήσω τη συμπεριφορά της


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.