εξηγώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξηγώ < αρχαία ελληνική ἐξηγέομαι-ἐξηγοῦμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksiˈɣo/
Ρήμα
εξηγώ, πρτ.: εξηγούσα, στ.μέλλ.: θα εξηγήσω, αόρ.: εξήγησα, παθ.φωνή: εξηγούμαι, μτχ.π.π.: εξηγημένος
- κάνω κάτι κατανοητό (σε κάποιον)
- πώς αλλιώς να σου το εξηγήσω; δεν είναι σωστό αυτό που λες
- ερμηνεύω, αιτιολογώ
- δεν μπορώ να εξηγήσω τη συμπεριφορά της
Συγγενικά
- εξήγηση
- εξηγήσιμος
- εξηγητής
- εξηγητικός
- εξηγιέμαι
- εξηγούμαι
- εξηγιέμαι
- εξηγούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.