παρεχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρεχόμενος | η | παρεχόμενη | το | παρεχόμενο |
| γενική | του | παρεχόμενου | της | παρεχόμενης | του | παρεχόμενου |
| αιτιατική | τον | παρεχόμενο | την | παρεχόμενη | το | παρεχόμενο |
| κλητική | παρεχόμενε | παρεχόμενη | παρεχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρεχόμενοι | οι | παρεχόμενες | τα | παρεχόμενα |
| γενική | των | παρεχόμενων | των | παρεχόμενων | των | παρεχόμενων |
| αιτιατική | τους | παρεχόμενους | τις | παρεχόμενες | τα | παρεχόμενα |
| κλητική | παρεχόμενοι | παρεχόμενες | παρεχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
παρεχόμενος, παρεχόμενη και παρεχομένη, παρεχόμενο
- που παρέχεται, που δίνεται, χορηγείται
- παρεχόμενες υπηρεσίες, εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις, παρεχόμενος εξοπλισμός
Σύνθετα
- αντιπαρεχόμενος
Μεταφράσεις
παρεχόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.