χορηγηθείς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορηγηθείς
& χορηγηθέντας
η χορηγηθείσα το χορηγηθέν
      γενική του χορηγηθέντος
& χορηγηθέντα
της χορηγηθείσας
& χορηγηθείσης*
του χορηγηθέντος
    αιτιατική τον χορηγηθέντα τη χορηγηθείσα το χορηγηθέν
     κλητική χορηγηθείς
& χορηγηθέντα
χορηγηθείσα χορηγηθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορηγηθέντες οι χορηγηθείσες τα χορηγηθέντα
      γενική των χορηγηθέντων των χορηγηθεισών των χορηγηθέντων
    αιτιατική τους χορηγηθέντες τις χορηγηθείσες τα χορηγηθέντα
     κλητική χορηγηθέντες χορηγηθείσες χορηγηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χορηγηθείς < ελληνιστική κοινή μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος χορηγῶ, συνηρημένου τύπου του χορηγέω

Μετοχή

χορηγηθείς, χορηγηθείσα, χορηγηθέν

  • (λόγιο, σε παγιωμένες ή σχετικά επίσημες εκφράσεις) που έχει χορηγηθεί, έχει παρασχεθεί
    η χορηγηθείσα άδεια παραμονής/κυκλοφορίας, το χορηγηθέν σκεύασμα, το χορηγηθέν εμβόλιο
    άλλες μορφές: χορηγηθέντας

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χορηγός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.