παραμελούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραμελούμενος | η | παραμελούμενη | το | παραμελούμενο |
| γενική | του | παραμελούμενου | της | παραμελούμενης | του | παραμελούμενου |
| αιτιατική | τον | παραμελούμενο | την | παραμελούμενη | το | παραμελούμενο |
| κλητική | παραμελούμενε | παραμελούμενη | παραμελούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραμελούμενοι | οι | παραμελούμενες | τα | παραμελούμενα |
| γενική | των | παραμελούμενων | των | παραμελούμενων | των | παραμελούμενων |
| αιτιατική | τους | παραμελούμενους | τις | παραμελούμενες | τα | παραμελούμενα |
| κλητική | παραμελούμενοι | παραμελούμενες | παραμελούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.meˈlu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐με‐λού‐με‐νος
Μετοχή
παραμελούμενος, -η, -ο
Μεταφράσεις
παραμελούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.