παραλήρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραλήρημα | τα | παραληρήματα |
| γενική | του | παραληρήματος | των | παραληρημάτων |
| αιτιατική | το | παραλήρημα | τα | παραληρήματα |
| κλητική | παραλήρημα | παραληρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραλήρημα < ελληνιστική κοινή παραλήρημα < αρχαία ελληνική παραληρέω / παραληρῶ < παρά + ληρέω / ληρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική délire)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈli.ɾi.ma/
Ουσιαστικό
παραλήρημα ουδέτερο
- ο ασυνάρτητος και χωρίς νόημα λόγος, ο οποίος αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων οργανικών ή ψυχικών παθήσεων, παραμιλητό
- τρομώδες παραλήρημα
- η φλυαρία
- θεατρικό παραλήρημα
- (μεταφορικά) ο λόγος ο οποίος χαρακτηρίζεται από φανατισμό και έλλειψη ειρμού ή η κατάσταση υστερίας και βίαιου ενθουσιασμού
- εθνικιστικό παραλήρημα
- Ανθελληνικό παραλήρημα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- παραληρηματικά
- παραληρηματικός
- παραληρηματικώς
- → δείτε τη λέξη παραληρώ
Μεταφράσεις
ο ασυνάρτητος και χωρίς νόημα λόγος
η φλυαρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.