ντελίριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντελίριο τα ντελίρια
      γενική του ντελίριου των ντελίριων
    αιτιατική το ντελίριο τα ντελίρια
     κλητική ντελίριο ντελίρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντελίριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική delirio

Ουσιαστικό

ντελίριο ουδέτερο

  1. (οικείο) το παραλήρημα
  2. έξαψη, ταραχή που προκαλείται από έντονα αισθήματα, συγκίνηση ή πάθος
    ντελίριο ενθουσιασμού μετά τη νίκη της εθνικής ομάδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.