ντελίριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντελίριο | τα | ντελίρια |
| γενική | του | ντελίριου | των | ντελίριων |
| αιτιατική | το | ντελίριο | τα | ντελίρια |
| κλητική | ντελίριο | ντελίρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντελίριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική delirio
Ουσιαστικό
ντελίριο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.