παραιτούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραιτούμενος η παραιτούμενη το παραιτούμενο
      γενική του παραιτούμενου της παραιτούμενης του παραιτούμενου
    αιτιατική τον παραιτούμενο την παραιτούμενη το παραιτούμενο
     κλητική παραιτούμενε παραιτούμενη παραιτούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραιτούμενοι οι παραιτούμενες τα παραιτούμενα
      γενική των παραιτούμενων των παραιτούμενων των παραιτούμενων
    αιτιατική τους παραιτούμενους τις παραιτούμενες τα παραιτούμενα
     κλητική παραιτούμενοι παραιτούμενες παραιτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾeˈtu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραιτούμενος

Μετοχή

παραιτούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.