παραιτημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραιτημένος η παραιτημένη το παραιτημένο
      γενική του παραιτημένου της παραιτημένης του παραιτημένου
    αιτιατική τον παραιτημένο την παραιτημένη το παραιτημένο
     κλητική παραιτημένε παραιτημένη παραιτημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραιτημένοι οι παραιτημένες τα παραιτημένα
      γενική των παραιτημένων των παραιτημένων των παραιτημένων
    αιτιατική τους παραιτημένους τις παραιτημένες τα παραιτημένα
     κλητική παραιτημένοι παραιτημένες παραιτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραιτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραιτώ, παραιτούμαι

Μετοχή

παραιτημένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.