παραιτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραιτώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
παραιτώ
- (λόγιο) παρατώ
- (ειρωνικά) εξαναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί
- Δέκα περίπου μέρες μας παίδεψε όσο να παραιτηθή από Υπουργός ή να τον παραιτήσουνε (Νουμάς, 30-12-1907, αρ. 276, σ. 6)
Μεταφράσεις
παραιτώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.