παραισθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραισθητικός | η | παραισθητική | το | παραισθητικό |
| γενική | του | παραισθητικού | της | παραισθητικής | του | παραισθητικού |
| αιτιατική | τον | παραισθητικό | την | παραισθητική | το | παραισθητικό |
| κλητική | παραισθητικέ | παραισθητική | παραισθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραισθητικοί | οι | παραισθητικές | τα | παραισθητικά |
| γενική | των | παραισθητικών | των | παραισθητικών | των | παραισθητικών |
| αιτιατική | τους | παραισθητικούς | τις | παραισθητικές | τα | παραισθητικά |
| κλητική | παραισθητικοί | παραισθητικές | παραισθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραισθητικός < παραισθη(σία) + -τικός < παραίσθηση [1]
- κατ' άλλη άποψη (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) λόγιο ενδογενές δάνειο: paresthetic (< ελληνιστική κοινή παραίσθησις < αρχαία ελληνική παραισθάνομαι < παρά (παρ-) + αἰσθάνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾe.sθi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ραι‐σθη‐τι‐κός
Επίθετο
παραισθητικός, -ή, -ό
- που είναι χαρακτηριστικός της παραίσθησης ή χαρακτηρίζεται από παραισθήσεις
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παραίσθηση και αισθάνομαι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.