παραισθησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραισθησία οι παραισθησίες
      γενική της παραισθησίας των παραισθησιών
    αιτιατική την παραισθησία τις παραισθησίες
     κλητική παραισθησία παραισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραισθησία < γαλλική paresthésie + -ία < παρά + αρχαία ελληνική αἴσθησις

Ουσιαστικό

παραισθησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.