παραίσθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραίσθηση οι παραισθήσεις
      γενική της παραίσθησης* των παραισθήσεων
    αιτιατική την παραίσθηση τις παραισθήσεις
     κλητική παραίσθηση παραισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραίσθηση < αρχαία ελληνική παραίσθησις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hallucination)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾe.sθi.si/

Ουσιαστικό

παραίσθηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.