αραδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αραδιάζω < αράδα + -ιάζω

Ρήμα

αραδιάζω, πρτ.: αράδιαζα, στ.μέλλ.: θα αραδιάσω, αόρ.: αράδιασα, παθ.φωνή: αραδιάζομαι, μτχ.π.π.: αραδιασμένος

  1. τοποθετώ παρόμοια αντικείμενα σε μια σειρά
  2. (συνήθως μειωτικό) λέω με τη σειρά κάποια γεγονότα ή παραθέτω επιχειρήματα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.