αντιπαραθέτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιπαραθέτω < αρχαία ελληνική ἀντιπαρατίθημι < ἀντί + παρατίθημι < παρά + τίθημι

Ρήμα

αντιπαραθέτω (παθητική φωνή: αντιπαραθέτομαι, αντιπαρατίθεμαι)

  1. παρουσιάζω ή αναφέρω κάτι αντίθετο, μια άλλη άποψη, επιχείρημα κ.λπ.
     συνώνυμα: αντιπαρατάσσω, παραθέτω
  2. παρουσιάζω ή αναφέρω στη σειρά κάποια πράγματα με σκοπό να μπορεί να γίνει σύγκριση
     συνώνυμα: αντιπαραβάλλω, παραβάλλω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.