αντιπαραθέτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιπαραθέτω < αρχαία ελληνική ἀντιπαρατίθημι < ἀντί + παρατίθημι < παρά + τίθημι
Ρήμα
αντιπαραθέτω (παθητική φωνή: αντιπαραθέτομαι, αντιπαρατίθεμαι)
- παρουσιάζω ή αναφέρω κάτι αντίθετο, μια άλλη άποψη, επιχείρημα κ.λπ.
- παρουσιάζω ή αναφέρω στη σειρά κάποια πράγματα με σκοπό να μπορεί να γίνει σύγκριση
Συγγενικά
- αντιπαράθεση
- → δείτε τις λέξεις αντί, παραθέτω και θέτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.