παρατιθέμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρατιθέμενος | η | παρατιθέμενη | το | παρατιθέμενο |
| γενική | του | παρατιθέμενου | της | παρατιθέμενης | του | παρατιθέμενου |
| αιτιατική | τον | παρατιθέμενο | την | παρατιθέμενη | το | παρατιθέμενο |
| κλητική | παρατιθέμενε | παρατιθέμενη | παρατιθέμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρατιθέμενοι | οι | παρατιθέμενες | τα | παρατιθέμενα |
| γενική | των | παρατιθέμενων | των | παρατιθέμενων | των | παρατιθέμενων |
| αιτιατική | τους | παρατιθέμενους | τις | παρατιθέμενες | τα | παρατιθέμενα |
| κλητική | παρατιθέμενοι | παρατιθέμενες | παρατιθέμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρατιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα παραθέτω (μετοχή ενεστώτα του παθητικού παρατίθεμαι)
Μετοχή
παρατιθέμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που παρατίθεται
- με τα παρατιθέμενα στοιχεία αποδεικνύεται η αθωότητά τους
- → δείτε τη λέξη παραθέτω
Μεταφράσεις
παρατιθέμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.