παραισθησιογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραισθησιογόνος | η | παραισθησιογόνος & παραισθησιογόνα |
το | παραισθησιογόνο |
| γενική | του | παραισθησιογόνου | της | παραισθησιογόνου & παραισθησιογόνας |
του | παραισθησιογόνου |
| αιτιατική | τον | παραισθησιογόνο | την | παραισθησιογόνο & παραισθησιογόνα |
το | παραισθησιογόνο |
| κλητική | παραισθησιογόνε | παραισθησιογόνε & παραισθησιογόνα |
παραισθησιογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραισθησιογόνοι | οι | παραισθησιογόνοι & παραισθησιογόνες |
τα | παραισθησιογόνα |
| γενική | των | παραισθησιογόνων | των | παραισθησιογόνων | των | παραισθησιογόνων |
| αιτιατική | τους | παραισθησιογόνους | τις | παραισθησιογόνους & παραισθησιογόνες |
τα | παραισθησιογόνα |
| κλητική | παραισθησιογόνοι | παραισθησιογόνοι & παραισθησιογόνες |
παραισθησιογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραισθησιογόνος < παραίσθησις + -γόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.