παρήλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρήλιος η παρήλια το παρήλιο
      γενική του παρήλιου της παρήλιας του παρήλιου
    αιτιατική τον παρήλιο την παρήλια το παρήλιο
     κλητική παρήλιε παρήλια παρήλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρήλιοι οι παρήλιες τα παρήλια
      γενική των παρήλιων των παρήλιων των παρήλιων
    αιτιατική τους παρήλιους τις παρήλιες τα παρήλια
     κλητική παρήλιοι παρήλιες παρήλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρήλιος < αρχαία ελληνική παρήλιος < παρά + ἥλιος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈri.ʎos/ & /paˈri.li.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρήλιος ή παρήλιος

Επίθετο

παρήλιος

  1. που βρίσκεται κοντά στον ήλιο ή συμβαίνει κοντά σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) παρήλιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.