λοξοδρόμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λοξοδρόμηση | οι | λοξοδρομήσεις |
| γενική | της | λοξοδρόμησης | των | λοξοδρομήσεων |
| αιτιατική | τη | λοξοδρόμηση | τις | λοξοδρομήσεις |
| κλητική | λοξοδρόμηση | λοξοδρομήσεις | ||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
λοξοδρόμηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.