digression

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
digression digressions

Ουσιαστικό

digression (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η παρέκβαση, η απομάκρυνση κάποιου ομιλητή ή συγγραφέα από το κυρίως θέμα του
    The long digressions reveal cracks in the narrative.
    Οι μακρές παρεκβάσεις εμφανίζονται ρωγμές στην αφήγηση.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

digression < λατινική digressio < digredi (απομακρύνομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /di.ɡʁɛ.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
digression digressions

digression (fr) αρσενικό

  1. η παρέκβαση
     συνώνυμα: parenthèse
  2. (αστρονομία) η φαινομενική απομάκρυνση ενός ουράνιου σώματος σε σχέση με ένα σύστημα αναφοράς

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.