παρέκκλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρέκκλιση οι παρεκκλίσεις
      γενική της παρέκκλισης* των παρεκκλίσεων
    αιτιατική την παρέκκλιση τις παρεκκλίσεις
     κλητική παρέκκλιση παρεκκλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεκκλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρέκκλιση < (ελληνιστική κοινή) παρέκκλισις < παρά + ἐκ + κλίσις

Ουσιαστικό

παρέκκλιση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.