παράκρουση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράκρουση οι παρακρούσεις
      γενική της παράκρουσης* των παρακρούσεων
    αιτιατική την παράκρουση τις παρακρούσεις
     κλητική παράκρουση παρακρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράκρουση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παράκρουση θηλυκό

  1. παίζω μουσικό όργανο και βγάζω δυσαρμονικό, παράφωνο ήχο, παραφωνώ
  2. η φαντασία πως ακούω κάτι, η ακουστική παραίσθηση, το παράκουσμα
  3. παθαίνω φρενοπάθεια

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • παρακρούω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.