παράκρουση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παράκρουση | οι | παρακρούσεις |
| γενική | της | παράκρουσης* | των | παρακρούσεων |
| αιτιατική | την | παράκρουση | τις | παρακρούσεις |
| κλητική | παράκρουση | παρακρούσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παρακρούσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παράκρουση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παράκρουση θηλυκό
- παίζω μουσικό όργανο και βγάζω δυσαρμονικό, παράφωνο ήχο, παραφωνώ
- η φαντασία πως ακούω κάτι, η ακουστική παραίσθηση, το παράκουσμα
- παθαίνω φρενοπάθεια
Συνώνυμα
- παραφροσύνη
- τρέλα
- ψυχοπάθεια
- φρενοβλάβεια
- ανισορροπία
- ζούρλα
- ζουρλαμάρα
- ζούρλια
- κουζουλάδα
- λωλάδα
- λωλαμάρα
- μούρλα
- μούρλια
- παλαβωμάρα
- πελαλάδα
- μουρλαμάρα
- λόξα
- αλαλομάρα
- νεραϊδόπαρμα
Συγγενικά
- παρακρούω
Μεταφράσεις
παράκρουση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.