φρενοπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρενοπάθεια οι φρενοπάθειες
      γενική της φρενοπάθειας των φρενοπαθειών
    αιτιατική τη φρενοπάθεια τις φρενοπάθειες
     κλητική φρενοπάθεια φρενοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρενοπάθεια < φρήν ή φρένες + πάσχω

Ουσιαστικό

φρενοπάθεια θηλυκό

  • το ψυχιατρικό νόσημα -λέξη που σπάνια χρησιμοποιείται μετά το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.