μούρλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούρλα οι μούρλες
      γενική της μούρλας
    αιτιατική τη μούρλα τις μούρλες
     κλητική μούρλα μούρλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούρλα < μουρλ(ός) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός) < βενετικά murlo

Ουσιαστικό

μούρλα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.