κουζουλάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουζουλάδα οι κουζουλάδες
      γενική της κουζουλάδας των κουζουλάδων
    αιτιατική την κουζουλάδα τις κουζουλάδες
     κλητική κουζουλάδα κουζουλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουζουλάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.zuˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουζουλάδα

Ουσιαστικό

κουζουλάδα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) τρέλα, το φέρσιμο του κουζουλού
    Όλο τρέλες και κουζουλάδες κάνεις! Σοβαρέψου!

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κουζουλάδα < κουζουλ(ός) + -άδα

Ουσιαστικό

κουζουλάδα θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.