débâcle
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.bɑːkl/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| débâcle | débâcles |
débâcle (fr) θηλυκό
- το σπάσιμο παγωμένης επιφάνειας ποταμού και η απομάκρυνση των κομματιών του πάγου
- η ξαφνική φυγή ενός στρατού
- η ξαφνική κατάρρευση, η πανωλεθρία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.