πανουκλιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανουκλιασμένος | η | πανουκλιασμένη | το | πανουκλιασμένο |
| γενική | του | πανουκλιασμένου | της | πανουκλιασμένης | του | πανουκλιασμένου |
| αιτιατική | τον | πανουκλιασμένο | την | πανουκλιασμένη | το | πανουκλιασμένο |
| κλητική | πανουκλιασμένε | πανουκλιασμένη | πανουκλιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανουκλιασμένοι | οι | πανουκλιασμένες | τα | πανουκλιασμένα |
| γενική | των | πανουκλιασμένων | των | πανουκλιασμένων | των | πανουκλιασμένων |
| αιτιατική | τους | πανουκλιασμένους | τις | πανουκλιασμένες | τα | πανουκλιασμένα |
| κλητική | πανουκλιασμένοι | πανουκλιασμένες | πανουκλιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανουκλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πανουκλιάζω
Μετοχή
πανουκλιασμένος, -η, -ο
- ο προσβεβλημένος από την πανούκλα. Που νοσεί από πανούκλα.
- Ο ιατρός πήγε στο σπίτι της πανουκλιασμένης κόρης.
- (μεταφορικά) ο καταραμένος.
- Πανουκλιασμένος άνθρωπος! Δεν πρόκειται να δει προκοπή!
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πανουκλιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.