πανουκλιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανουκλιασμένος η πανουκλιασμένη το πανουκλιασμένο
      γενική του πανουκλιασμένου της πανουκλιασμένης του πανουκλιασμένου
    αιτιατική τον πανουκλιασμένο την πανουκλιασμένη το πανουκλιασμένο
     κλητική πανουκλιασμένε πανουκλιασμένη πανουκλιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανουκλιασμένοι οι πανουκλιασμένες τα πανουκλιασμένα
      γενική των πανουκλιασμένων των πανουκλιασμένων των πανουκλιασμένων
    αιτιατική τους πανουκλιασμένους τις πανουκλιασμένες τα πανουκλιασμένα
     κλητική πανουκλιασμένοι πανουκλιασμένες πανουκλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανουκλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πανουκλιάζω

Μετοχή

πανουκλιασμένος, -η, -ο

  1. ο προσβεβλημένος από την πανούκλα. Που νοσεί από πανούκλα.
    Ο ιατρός πήγε στο σπίτι της πανουκλιασμένης κόρης.
  2. (μεταφορικά) ο καταραμένος.
    Πανουκλιασμένος άνθρωπος! Δεν πρόκειται να δει προκοπή!

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.