πανωλόβλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανωλόβλητος | η | πανωλόβλητος & πανωλόβλητη |
το | πανωλόβλητο |
| γενική | του | πανωλοβλήτου & πανωλόβλητου |
της | πανωλοβλήτου & πανωλόβλητης |
του | πανωλοβλήτου & πανωλόβλητου |
| αιτιατική | τον | πανωλόβλητο | την | πανωλόβλητο & πανωλόβλητη |
το | πανωλόβλητο |
| κλητική | πανωλόβλητε | πανωλόβλητε & πανωλόβλητη |
πανωλόβλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανωλόβλητοι | οι | πανωλόβλητοι & πανωλόβλητες |
τα | πανωλόβλητα |
| γενική | των | πανωλοβλήτων & πανωλόβλητων |
των | πανωλοβλήτων & πανωλόβλητων |
των | πανωλοβλήτων & πανωλόβλητων |
| αιτιατική | τους | πανωλοβλήτους & πανωλόβλητους |
τις | πανωλοβλήτους & πανωλόβλητες |
τα | πανωλόβλητα |
| κλητική | πανωλόβλητοι | πανωλόβλητοι & πανωλόβλητες |
πανωλόβλητα | |||
| Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πανωλόβλητος, -ος/-η, -ο
- προσβεβλημένος από πανώλη
- ↪ Στήσαμε στο χώρο του σταδίου ένα πρόχειρο νοσοκομείο για τους πανωλόβλητους
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πανωλόβλητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.