πανελλήνιες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | πανελλήνιες | ||
| γενική | των | πανελληνίων | ||
| αιτιατική | τις | πανελλήνιες | ||
| κλητική | πανελλήνιες | |||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πανελλήνιες < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πανελλήνιος
Ουσιαστικό
πανελλήνιες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (εκπαίδευση) οι πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πανελλήνιες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πανελλήνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.