πανάμωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανάμωμος η πανάμωμη το πανάμωμο
      γενική του πανάμωμου της πανάμωμης του πανάμωμου
    αιτιατική τον πανάμωμο την πανάμωμη το πανάμωμο
     κλητική πανάμωμε πανάμωμη πανάμωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανάμωμοι οι πανάμωμες τα πανάμωμα
      γενική των πανάμωμων των πανάμωμων των πανάμωμων
    αιτιατική τους πανάμωμους τις πανάμωμες τα πανάμωμα
     κλητική πανάμωμοι πανάμωμες πανάμωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανάμωμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανάμωμος < παν- + ἄμωμος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈna.no.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πανάνωμος
τυπογραφικός συλλαβισμός: πανάνωμος

Επίθετο

πανάμωμος, -η, -ο

  1. (επιτατικό επίθετο) άσπιλος, αμόλυντος, πάναγνος
  2. (εκκλησιαστικός όρος) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πανάμωμος τὸ πανάμωμον
      γενική τοῦ/τῆς παναμώμου τοῦ παναμώμου
      δοτική τῷ/τῇ παναμώμ τῷ παναμώμ
    αιτιατική τὸν/τὴν πανάμωμον τὸ πανάμωμον
     κλητική ! πανάμωμε πανάμωμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πανάμωμοι τὰ πανάμωμ
      γενική τῶν παναμώμων τῶν παναμώμων
      δοτική τοῖς/ταῖς παναμώμοις τοῖς παναμώμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παναμώμους τὰ πανάμωμ
     κλητική ! πανάμωμοι πανάμωμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παναμώμω τὼ παναμώμω
      γεν-δοτ τοῖν παναμώμοιν τοῖν παναμώμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανάμωμος < παν- + ἄμωμος

Επίθετο

πανάμωμος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.