παλλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλλόμενος | η | παλλόμενη | το | παλλόμενο |
| γενική | του | παλλόμενου | της | παλλόμενης | του | παλλόμενου |
| αιτιατική | τον | παλλόμενο | την | παλλόμενη | το | παλλόμενο |
| κλητική | παλλόμενε | παλλόμενη | παλλόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλλόμενοι | οι | παλλόμενες | τα | παλλόμενα |
| γενική | των | παλλόμενων | των | παλλόμενων | των | παλλόμενων |
| αιτιατική | τους | παλλόμενους | τις | παλλόμενες | τα | παλλόμενα |
| κλητική | παλλόμενοι | παλλόμενες | παλλόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈlo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παλ‐λό‐με‐νος
Μετοχή
παλλόμενος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.