démodé

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

démodé, μετοχή του se démoder

Επίθετο

démodé (fr) αρσενικό, démodée θηλυκό

  1. ντεμοντέ, που δεν είναι πια της μόδας, παλιομοδίτικος
    sa garde-robe est démodée - τα ρούχα του είναι ντεμοντέ
  2. (μεταφορικά) κάτι (ιδέες κ.α.) ξεπερασμένο
    ce sont des théories démodées - πρόκειται για ξεπερασμένες θεωρίες

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.