παλαιοημερολογιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παλαιοημερολογιτισμός | οι | παλαιοημερολογιτισμοί |
| γενική | του | παλαιοημερολογιτισμού | των | παλαιοημερολογιτισμών |
| αιτιατική | τον | παλαιοημερολογιτισμό | τους | παλαιοημερολογιτισμούς |
| κλητική | παλαιοημερολογιτισμέ | παλαιοημερολογιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαιοημερολογιτισμός < παλαιοημερολογίτης + -ισμός
Ουσιαστικό
παλαιοημερολογιτισμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος παλαιοημερολογίτης
- (μεταφορικά) αναχρονισμός, οπισθοδρόμηση, συντηρητισμός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παλαιοημερολογίτης, παλαιός και ημερολόγιο
Μεταφράσεις
παλαιοημερολογιτισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.