παλαιότυπο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλαιότυπο τα παλαιότυπα
      γενική του παλαιότυπου των παλαιότυπων
    αιτιατική το παλαιότυπο τα παλαιότυπα
     κλητική παλαιότυπο παλαιότυπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιότυπο < ουδέτερο του παλαιότυπος < αρχαία ελληνική παλαιός + τυπόω / τυπῶ < τύπος < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ)

Ουσιαστικό

παλαιότυπο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.