πιστώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πιστώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιστώνω
  2. θα πιστώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιστώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πιστώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πίστωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.