πιέσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πιέσεις
θηλυκό
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
πίεση
Ρηματικός τύπος
πιέσεις
θα
πιέσεις
:
β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
πιέζω
να
πιέσεις
:
β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
πιέζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.