πιέσεις

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πιέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πίεση

Ρηματικός τύπος

πιέσεις

  1. θα πιέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιέζω
  2. να πιέσεις: β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιέζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.