γουρουνόπετσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γουρουνόπετσα | οι | γουρουνόπετσες |
| γενική | της | γουρουνόπετσας | των | γουρουνοπετσών |
| αιτιατική | τη | γουρουνόπετσα | τις | γουρουνόπετσες |
| κλητική | γουρουνόπετσα | γουρουνόπετσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γουρουνόπετσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.