πάπρικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πάπρικα | οι | πάπρικες |
| γενική | της | πάπρικας | — | |
| αιτιατική | την | πάπρικα | τις | πάπρικες |
| κλητική | πάπρικα | πάπρικες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πάπρικα.
Ετυμολογία
- πάπρικα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης paprika[1] [2] < pȁpar < πρωτοσλαβική *pьpьrь < λατινική piper[2] < ελληνιστική κοινή πίπερι (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική πέπερι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.pɾi.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐πρι‐κα
Ουσιαστικό
πάπρικα θηλυκό
-
πάπρικα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πάπρικα
- πάπρικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.