paprika

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

paprika (en)

  1. (μπαχαρικό) πάπρικα
  2. (λαχανικό) διάφορα είδη πιπεριάς
     δείτε τη λέξη greek pepper (η πράσινη πιπεριά)



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

paprika (hr)

  1. (μπαχαρικό) πάπρικα
  2. (λαχανικό) πιπεριά



Λιθουανικά (lt)

Ουσιαστικό

paprika (lt)

  1. (μπαχαρικό) πάπρικα
  2. (λαχανικό) διάφορα είδη πιπεριάς



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

paprika (no)

  1. (μπαχαρικό) πάπρικα
  2. (λαχανικό) πιπεριά



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

paprika (nl)

  1. (μπαχαρικό) πάπρικα
  2. (λαχανικό) πιπεριά



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

paprika (sv)

  1. (μπαχαρικό) πάπρικα
  2. (λαχανικό) πιπεριά



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

paprika (fi)

  1. (μπαχαρικό) πάπρικα
  2. (λαχανικό) πιπεριά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.