φθογγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθογγικός η φθογγική το φθογγικό
      γενική του φθογγικού της φθογγικής του φθογγικού
    αιτιατική τον φθογγικό τη φθογγική το φθογγικό
     κλητική φθογγικέ φθογγική φθογγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθογγικοί οι φθογγικές τα φθογγικά
      γενική των φθογγικών των φθογγικών των φθογγικών
    αιτιατική τους φθογγικούς τις φθογγικές τα φθογγικά
     κλητική φθογγικοί φθογγικές φθογγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φθογγικός < φθόγγος

Επίθετο

φθογγικός

  1. σχετικός με φθόγγους
    φθογγικά πάθη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.