Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

< λείπει η ετυμολογία

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

(αναφορική αντωνυμία)

  1. (βραχύ ᾰ) ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους () του ὅς: τα οποία
  2. (μακρό ᾱ, σπάνιο) ονομαστική και αιτιατική δυϊκού, θηλυκού γένους () του ὅς

η αναφορική αντωνυμία «ὅς»
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροόλα τα γένηθηλυκό (σπάνια)
ονομαστική ὅς οἵ αἵ (ᾱ)
γενική οὗ ἧς οὗ ὧν οἷν αἷν
δοτική οἷς / οἷσι(ν) αἷς οἷς / οἷσι(ν) οἷν αἷν
αιτιατική ὅν ἥν οὕς ἅς (ᾱ) (ᾱ)
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες
επική κλίση
σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικόθηλυκόουδέτεροαρσενικό & ουδέτεροθηλυκό
ονομαστική
γενική ὅου ἕης ὅου
δοτική ᾗς / ᾗσι(ν)
αιτιατική
Κατηγορία:Επικοί τύποι

Επιφώνημα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.