ἅ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἅ < → λείπει η ετυμολογία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
- (βραχύ ᾰ) ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ὅ) του ὅς: τα οποία
- (μακρό ᾱ, σπάνιο) ονομαστική και αιτιατική δυϊκού, θηλυκού γένους (ἥ) του ὅς
| η αναφορική αντωνυμία «ὅς» | |||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | |||||||
| ↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | θηλυκό (σπάνια) | |
| ονομαστική | ὅς | ἥ | ὅ | οἵ | αἵ | ἅ | ὥ | (ᾱ) ἅ | |
| γενική | οὗ | ἧς | οὗ | ὧν | οἷν | αἷν | |||
| δοτική | ᾧ | ᾗ | ᾧ | οἷς / οἷσι(ν) | αἷς | οἷς / οἷσι(ν) | οἷν | αἷν | |
| αιτιατική | ὅν | ἥν | ὅ | οὕς | ἅς (ᾱ) | ἅ | ὥ | (ᾱ) ἅ | |
| Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
| επική κλίση σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι | |||||||||
| ↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & ουδέτερο | θηλυκό | |
| ονομαστική | |||||||||
| γενική | ὅου | ἕης | ὅου | ||||||
| δοτική | ᾗς / ᾗσι(ν) | ||||||||
| αιτιατική | |||||||||
| Κατηγορία:Επικοί τύποι | |||||||||
Πηγές
- ἅ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.