bastion

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

bastion (fr) αρσενικό

  • ο προμαχώνας , το προπύργιο (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αμυντικός πυργίσκος που "βλέπει" μεγάλο γωνιακό φάσμα-εύρος

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

bastion (en)

  • προμαχώνας (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αμυντικός πυργίσκος που "βλέπει" μεγάλο γωνιακό φάσμα-εύρος
a bastion of liberty
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.