οχυρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχυρωμένος η οχυρωμένη το οχυρωμένο
      γενική του οχυρωμένου της οχυρωμένης του οχυρωμένου
    αιτιατική τον οχυρωμένο την οχυρωμένη το οχυρωμένο
     κλητική οχυρωμένε οχυρωμένη οχυρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχυρωμένοι οι οχυρωμένες τα οχυρωμένα
      γενική των οχυρωμένων των οχυρωμένων των οχυρωμένων
    αιτιατική τους οχυρωμένους τις οχυρωμένες τα οχυρωμένα
     κλητική οχυρωμένοι οχυρωμένες οχυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

οχυρωμένος, -η, -ο




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.