ονοματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ονοματοποιημένος | η | ονοματοποιημένη | το | ονοματοποιημένο |
| γενική | του | ονοματοποιημένου | της | ονοματοποιημένης | του | ονοματοποιημένου |
| αιτιατική | τον | ονοματοποιημένο | την | ονοματοποιημένη | το | ονοματοποιημένο |
| κλητική | ονοματοποιημένε | ονοματοποιημένη | ονοματοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ονοματοποιημένοι | οι | ονοματοποιημένες | τα | ονοματοποιημένα |
| γενική | των | ονοματοποιημένων | των | ονοματοποιημένων | των | ονοματοποιημένων |
| αιτιατική | τους | ονοματοποιημένους | τις | ονοματοποιημένες | τα | ονοματοποιημένα |
| κλητική | ονοματοποιημένοι | ονοματοποιημένες | ονοματοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ονοματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ονοματοποιώ
Μετοχή
ονοματοποιημένος, -η, -ο
- (για λέξη που ανήκε προηγουμένως σε κάποιο άλλο μέρος του λόγου) που έχει μετατραπεί σε ουσιαστικό ή επίθετο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ονοματοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.