ουγκιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουγκιά | οι | ουγκιές |
| γενική | της | ουγκιάς | των | ουγκιών |
| αιτιατική | την | ουγκιά | τις | ουγκιές |
| κλητική | ουγκιά | ουγκιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουγκιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὐγκία, γραφή του οὐγγία με συνίζηση < λατινική uncia < unus
Προφορά
- ΔΦΑ : /uŋˈɟa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐γκιά
-
ουγκιά στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ουγκιά
|
→ δείτε τη λέξη ουγγιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.