οὐγκία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐγκί αἱ οὐγκίαι
      γενική τῆς οὐγκίᾱς τῶν οὐγκιῶν
      δοτική τῇ οὐγκί ταῖς οὐγκίαις
    αιτιατική τὴν οὐγκίᾱν τὰς οὐγκίᾱς
     κλητική ! οὐγκί οὐγκίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐγκί
γεν-δοτ τοῖν  οὐγκίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οὐγκία < (άμεσο δάνειο) λατινική uncia  και δείτε περισσότερα στο οὐγγία (αρχαία και μεσαιωνικό)

Ουσιαστικό

οὐγκία

Παράγωγα

με οὐγκ-

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.