οστεοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστεοειδής η οστεοειδής το οστεοειδές
      γενική του οστεοειδούς* της οστεοειδούς του οστεοειδούς
    αιτιατική τον οστεοειδή την οστεοειδή το οστεοειδές
     κλητική οστεοειδή(ς) οστεοειδής οστεοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστεοειδείς οι οστεοειδείς τα οστεοειδή
      γενική των οστεοειδών των οστεοειδών των οστεοειδών
    αιτιατική τους οστεοειδείς τις οστεοειδείς τα οστεοειδή
     κλητική οστεοειδείς οστεοειδείς οστεοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οστεοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéoïde[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoid[1] < αρχαία ελληνική ὀστέον + -ειδής

Επίθετο

οστεοειδής

  1. (ιατρική) που είναι όμοιος με οστό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οστεοειδές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. οστεοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.