ορμαθός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ορμαθός | οι | ορμαθοί |
| γενική | του | ορμαθού | των | ορμαθών |
| αιτιατική | τον | ορμαθό | τους | ορμαθούς |
| κλητική | ορμαθέ | ορμαθοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορμαθός < αρχαία ελληνική ὁρμαθός < παράγωγο ουσιαστικό από το ὅρμος (=σχοινί, αλυσίδα, περιδέραιο) και την κατάληξη -αθος
«ορμαθός σκόρδων»
Ουσιαστικό
ορμαθός αρσενικό
σύνολο ομοειδών πραγμάτων, περασμένων σε νήμα, σύρμα, κρίκο κοιν. «αρμαθιά».
Αντώνυμα
- συνονθύλευμα, ανομοειδών πραγμάτων
μεταφορικά
- πλήθος, σωρός «ορμαθός ανοησιών», «ορμαθός επιχειρημάτων»
Εκφράσεις
- «κατηγορείται για ορμαθό καταχρήσεων».
Μεταφράσεις
ορμαθός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.