περιδέραιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιδέραιο | τα | περιδέραια |
| γενική | του | περιδέραιου | των | περιδέραιων |
| αιτιατική | το | περιδέραιο | τα | περιδέραια |
| κλητική | περιδέραιο | περιδέραια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Περιδέραιο.
Ετυμολογία
- περιδέραιο < αρχαία ελληνική περιδέραιον, ουδέτερο του περιδέραιος < περί + δέρη
Ουσιαστικό
περιδέραιο ουδέτερο
Συνώνυμα
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.