ὅρμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὅρμος οἱ ὅρμοι
      γενική τοῦ ὅρμου τῶν ὅρμων
      δοτική τῷ ὅρμ τοῖς ὅρμοις
    αιτιατική τὸν ὅρμον τοὺς ὅρμους
     κλητική ! ὅρμε ὅρμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὅρμω
γεν-δοτ τοῖν  ὅρμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὅρμος < εἲρω

Ουσιαστικό

ὅρμος αρσενικό

  1. αλυσίδα
  2. γενικά κάτι που δημιουργεί αρμαθιά
  3. κυκλικός χορός
  4. το αγκυροβόλιο
  5. (μεταφορικά) λιμάνι στο οποίο υπάρχει προστασία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.