αρμαθιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμαθιά οι αρμαθιές
      γενική της αρμαθιάς των αρμαθιών
    αιτιατική την αρμαθιά τις αρμαθιές
     κλητική αρμαθιά αρμαθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρμαθιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁρμαθιά ή ἁρμαθός < αρχαία ελληνική ὁρμαθός

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.maˈθça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρμαθιά

Ουσιαστικό

αρμαθιά θηλυκό

  • σειρά από όμοια μικρά πράγματα συνήθως περασμένα σε σκοινί ή σε σύρμα
      Μὲ μιὰ ἁρμαθιά κλειδιὰ στὰ χέρια προσπαθούσαμε νὰ ἀνοίξωμε πόρτες. (Ἄλεξ Ζάννος, Ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στὴν Ἑλλάδα. 1940-1944. Ἀναμνήσεις. Αδημοσίευτο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.